νευρογλοιακός — ή, ό [νευρογλοία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρογλοία 2. φρ. «νευρογλοιακός όγκος» όγκος που χαρακτηρίζεται από την τάση να οργανώνεται όπως η νευρογλοία και από την ιξώδη, μαλακή σύστασή του και ο οποίος εντοπίζεται στα νευρικά… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… … Dictionary of Greek
νευρογλοίωμα — το το γλοίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuroglioma < νευρογλοία + ωμα] … Dictionary of Greek
ολιγοδενδρογλοία — η ανατ. νευρογλοία από μικρά κύτταρα με λίγους κλάδους που υπάρχει στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στο έλυτρο τής μυελίνης τών περιφερειακών νεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligodendroglia < ολίγος + δένδρον + γλοία «κόλλα»] … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek